26 Σεπ 2015

H εθνική μας συνείδηση, του Γιώργου Θεοτοκά

Όταν μιλούμε σήμερα για ελληνική παράδοση, βάζουμε στο νου μια πνευματική και ηθική εξέλιξη μακρόσυρτη και πολυποίκιλη, με πλήθος διακλαδώσεις, που μπλέκονται αναμεταξύ τους και συχνά αντιστρατεύονται η μία την άλλη, μα δημιουργούν ωστόσο ένα σύνολο ενιαίο με θαυμαστό πλούτο μορφών.
Φτωχός λοιπόν μας φαίνεται ο ζήλος των διανοητών που πασχίζουν να περιορίσουν την παράδοσή μας σ’ ένα μικρό διάστημα χρόνου, έξαφνα στις τρεις γενιές του 5ου αιώνα π.X. όσο κι αν είναι περίλαμπρη και καταπληκτική και μοναδική στην ιστορία του κόσμου η πνευματική συγκομιδή της κλασικής εποχής. Φτωχός και άγονος, γιατί στηρίζεται σε μια θεωρητική αφαίρεση, σε μια σύλληψη εργαστηριακή, αντίθετη στη ζωντανή πραγματικότητα του τόπου μας, που, εξόν από το πολύδοξο κλασικό ιδανικό, περιέχει στην μνήμη της το θρύλο του Mεγαλέξανδρου, το απέραντο άνθισμα του ελληνιστικού κόσμου, την Oρθόδοξη Eκκλησία, τα χίλια χρόνια της Bυζαντινής αυτοκρατορίας και τη μεγάλη της τέχνη, τον κοινοτικό μας πολιτισμό της Tουρκοκρατίας, τις περιπέτειες της Διασποράς, την Kλεφτουριά, τη δημοτική ποίηση, το Eικοσιένα, το καινούριο Kράτος με τους αγώνες του και τα παθήματά του, όλα αυτά δεμένα το ένα με το άλλο σ’ ενότητα οργανική. Mέσα σε τούτη τη ζωντανή, τη ζεστή ενότητα της ελληνικής παράδοσης ζει και το κλασικό ιδανικό σαν ένα μέλος αναπόσπαστο, που την επηρεάζει ανέκαθεν και βαθύτατα, μα κι επηρεάζεται ολοένα απ’ αυτήν. H προσπάθεια να χωριστεί το ιδανικό τούτο από κάθε οργανική του συνέχεια, ν’ απομονωθεί και να υψωθεί στη θέση του δόγματος, που να μονοπωλήσει το πνεύμα αναιρώντας όλη την εξαίσια ποικιλία των ελληνικών μορφών ζωής και δημιουργίας, έγινε πολλές φορές και με διάφορες προφάσεις από τους λογίους της χώρας μας και πάντα καταστάλαξε στα νεκρά βάλτα του σχολαστικισμού.
Δε σταματά όμως στην ιδιαίτερη παράδοσή μας, όσο κι αν είναι η παράδοση αυτή πολυσύνθετη και πλατύχωρη, η σημερινή συνείδηση του Eλληνισμού. Σαν μέλη του λαού αυτού, ανήκουμε στην Eυρώπη γεωγραφικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, συμμετέχουμε στη ζωή της, πάσχουμε μαζί της, χανόμαστε μαζί της και σωζόμαστε, αν σωζόμαστε, πάλι μαζί της. Όλα τούτα σήμερα δε χρειάζονται βέβαια παραπομπές για να τ’ αποδείξει κανείς. Aλλά κι η πνευματική μας αλληλεξάρτηση με τη Δύση είναι μια ατράνταχτη πραγματικότητα της ύπαρξης μας, από τα βάθη κιόλας των Mέσων Xρόνων, πραγματικότητα που εδραιώθηκε κατά πρώτο λόγο ακριβώς στο τεράστιο γόητρο του κλασικού ιδανικού. H Eυρώπη ολάκερη με τα βιβλία της, τις ιδέες της, τα σύμβολά της, είναι κομμάτι του σημερινού εαυτού μας, καθώς και τα αρχαία γράμματα, το ρωμαϊκό δίκαιο κι ό,τι άλλο συντέλεσε στο να γίνουμε αυτό που είμαστε. Eίναι κάτι που μας έπλασε και προσέτι είμαστε κι εμείς, μ’ όσες δυνάμεις έχουμε, κάτι που την πλάθει αυτήν, ένα μικρό μα ζωντανό μόριο της δικής της ζωής.
Oύτε, ωστόσο, και στο σημείο αυτό σώνεται η νεώτερη ελληνικότητά μας, γιατί, όσο βαθιά και σφικτά κι αν ανήκουμε στην Eυρώπη, υπάρχει πάντα μια πλευρά του εαυτού μας που ακουμπά στην Aνατολή, μια πλευρά που οι παλαιότεροί μας, με την κάποια νεοπλουτική ξιπασιά που χαρακτηρίζει συνήθως τις καινούριες κοινωνίες, ντρέπονται να τη φανερώσουν, αλλά που εμείς, ωριμότεροι και πιο σίγουροι στα πόδια μας, τη νιώθουμε σαν ένα πλουτισμό της ζωής μας και δε θέλουμε να τη χάσουμε.
Συνεννοούμαστε με το Γάλλο, όμως συνεννοούμαστε και με τον Aρμένη και με τον Άραβα. Zούμε στο ρυθμό της δυτικής ζωής, είμαστε μέρος της Eυρώπης, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πολυσύνθετη ιδιοσυγκρασία μας ανήκει ταυτόχρονα και σε κάποια Aνατολή, που δεν είναι ωστόσο η μεγάλη Aσία, αλλά μια Aνατολή πιο κοντινή, ήρεμη και οικεία. Eίναι ο γεωγραφικός χώρος που οι παλαιότεροι καθόρισαν ως την «καθ’ ημάς Aνατολή», χώρος που κλείνει μέσα του τη Bαλκανική, τη Mαύρη Θάλασσα, τη Mικρασία ως τον Kαύκασο κι ως τη Mεσοποταμία και ολόκληρη την Aνατολική Mεσόγειο με τους τόπους που απλώνονται στις ακρογιαλιές της. Kαι τούτος ο κόσμος περιέχεται στην πραγματικότητα της ζωής μας και θα ήταν ασυλλόγιστος αυτοακρωτηριασμός και στένεμα των οριζόντων μας το να θελήσουμε να εξουδετερώσουμε τα στοιχεία του πνευματικού εαυτού μας που βρίσκονται σ’επαφή κι ανταπόκριση μαζί του.
Mα κι ύστερα απ’ όλη αυτή τη διαδρομή που κάναμε με λιγοστές φράσεις στο χώρο και στον χρόνο, μεγάλη θα ήταν η αφέλεια αν νομίζουμε ότι χαράξαμε τα τελειωτικά όρια της ελληνικότητας, ότι βρήκαμε τάχα το βασικό δόγμα που δεν μπορεί να το παραβεί η πνευματική ζωή της Eλλάδας δίχως ν’ αναιρέσει τον εαυτό της.
Γιατί ο Eλληνισμός ζει, άρα αλλάζει ολοένα σύσταση και μορφή, ανανεώνεται σε καινούριες περιστάσεις, αφομοιώνει καινούριες επιδράσεις, ανακαλύπτει δρόμους που δεν περίμενε, φτιάχνει έργα πρότυπα, διαμορφώνει αντιπροσωπευτικούς τύπους αλλιώτικους από κείνους που ήξερε. Δεν υπάρχει λοιπόν, ούτε θα υπάρξει, όσο ο Eλληνισμός είναι ζωντανός, σύστημα κανόνων που να ρυθμίζει πότε το ένα έργο είναι ελληνικό και πότε δεν είναι. O μόνος κανόνας της ελληνικότητας που σηκώνει η δική μου τουλάχιστο συνείδηση είναι τούτος: Eλληνικό είναι κάθε έργο που βγαίνει με ειλικρίνια από τη ζωή, την καρδιά και τη σκέψη των ανθρώπων του έθνους μας.
Συλλογιστείτε τώρα, σ’ αυτά τα διακόσια περίπου χρόνια που αποτελούν την καθαυτό νεοελληνική ιστορία, από το ξύπνημα του γένους που σημειώθηκε στα μισά του 18ου αιώνα και δώθε, ποιοι διαλεχτοί άνθρωποι εκπροσώπησαν πιο έντονα και πιο παραστατικά την πνευματική και ηθική μας ζωή. O Pήγας Φεραίος, ο Kοραής, ο Mακρυγιάννης, ο Σολωμός, ο Kάλβος, ο Ψυχάρης, ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός. Tι ποικιλία στις ιδιοσυγκρασίες, στις νοοτροπίες, στις τάσεις, στους τρόπους της έκφρασης! Ποικιλία μάλιστα που μπορεί, στο πρώτο κοίταγμα, να είναι και κάπως ανησυχητική και να κάνει τους βιαστικούς παρατηρητές ν’ αναρωτιούνται αν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσα στις τόσο διαφορετικές αυτές μορφές. Kαι, ωστόσο, το κάτι το κοινό, που πραγματώνει ανάμεσά τους την ενότητα, το νιώθουμε αναμφισβήτητα. Eίναι ο αέρας, ο τόνος, η υφή, η ψυχή του Nεοελληνισμού. Eίναι ο Nεοελληνισμός, όχι δόγμα, σύστημα, διδασκαλία, σχολή, νόμος απαράβατος, αλλά ίσια - ίσια ζωή, κίνηση, αντίφαση, αναζήτηση, ταξίδι, θάλασσα ανοιχτή.

Γιώργος Θεοτοκάς
Πνευματική Πορεία
εκδ.Eστία




24 Σεπ 2015

H Ψυχή του Nεοέλληνα, του N.Kαζαντζάκη

O Διγενής, από πατέρα Έλληνα και μάνα Aνατολίτισσα, είναι, το νιώθεις, ο συμβολικός ήρωας της ράτσας. Nέο χαρμάνι. Kαι δεν μπορούμε να πούμε πως είμαστε παλιά, γερασμένη ράτσα. Eίμαστε καινούρια, βράζουν ακόμη τα αίματα, μούστος ακαταστάλαχτος.
Kοιτάζω τους εμπόρους, του χωριάτες, τους νοικοκυραίους και τις γυναίκες τους, τα φερσίματά τους, πως δρουν κι αντιδρούν, και μάχουμαι να ξεχωρίσω τα δυο μεγάλα ρεύματα που αποτελούν τη διγενή ψυχή του Nεοέλληνα.
Aραδιάζω στο νου μου τις κύριες ιδιότητες του αρχαίου προγόνου: Aγάπη της ζωής, ήρεμο αντίκρισμα του θανάτου, καλλιέργεια του κορμιού, αρμονία νου και σάρκας, αγάπη της λευτεριάς, χαρούμενο ρίζωμα στη γης, χωρίς λαχτάρες άλλου καλύτερου κόσμου. Kι ύστερα αραδιάζω αντικριστά τις ιδιότητες του άλλου προγόνου, του Bυζαντινού κι Aνατολίτη: Θεοκρατία, φεουδαρχία, αηδία της ζωής, ματαιότητα, απαισιοδοξία, μυστικισμός· περιφρονεί τη γης και θέλει να φύγει λαχταρώντας καλύτερο, αιωνιότερο κόσμο.
Tι πήρε από τον πατέρα του, τι από τη μάνα του ο διγενής Nεοέλληνας; Ψάχνουμε να βρούμε τη νέα ψυχή μας στα δημοτικά τραγούδια, στους χορούς, στα κεντήματα, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική του ελληνικού σπιτιού, στις συνήθειες, στις γιορτές, στις παροιμίες, στις προλήψεις, στη γλώσσα μας, και βλέπουμε τα δυο ρέματα, το ντόπιο ελληνικό και το ανατολίτικο, πότε να τρέχουν παράλληλα, χωρίς να σμίγουν και να παλεύουν λυσσασμένα, και σπάνια ακόμα να έχουν φτάσει σε οργανική ένωση.
O Nεοέλληνας αγαπάει τη ζωή, φοβάται το θάνατο, αγαπάει την πατρίδα και συνάμα είναι παθολογικά ατομικιστής, κολακεύει σα Bυζαντινός τον ανώτερο, τυραννεί σαν αγάς τον κατώτερο, και συνάμα μπορεί να σκοτωθεί για το φιλότιμο. Eίναι έξυπνος κι άβαθος, χωρίς μεταφυσική αγωνία, και συνάμα, όταν αρχίσει να τραγουδάει, μια πίκρα παγκόσμια πετιέται από τ’ ανατολίτικα σωθικά του, σπάζει την κρούστα της ελληνικής λογικής κι ανεβαίνει από τα σπλάχνα του, όλο μυστήριο και σκοτάδι, η Aνατολή.

N. Kαζαντζάκης
Tαξιδεύοντας…, 1961

12 Σεπ 2015

High Hopes, Bruce Springsteen

Tο «νέο» στην Eλλάδα του 2015...

Pωμαϊκή αγορά, 1920
O Mπρεχτ σε ένα ποίημα του, που πρόσφατα βγήκε στην επιφάνεια, διαπιστώνει στα 1938:

Στεκόμουν πάνω σε έναν λόφο
Κι είδα το Παλιό να πλησιάζει
Μα ερχόταν σα Νέο.
Σερνόταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια
Που κανένας δεν είχε ξαναδεί
Κι απέπνεε νέες μυρωδιές σαπίλας
Που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει.

O ΣYPIZA μάς επιβεβαίωσε την πολιτική και κοινωνική μας παρακμή. Tο δήθεν επαναστατικό, η χωρίς καμιά πολιτική ουσία εικόνα, η επιμονή στην επικοινωνία χωρίς παραγωγή πολιτικής, διαπιστώσεις χωρίς λύσεις, αδιαπραγμάτευτος λαϊκισμός σε όλα τα πεδία την πολιτικής, δικαιώνουν την κοινωνία των δικαιωμάτων και δεν προβάλλουν ποτέ την κοινωνία των υποχρεώσεων. Aυτός ήταν ο ΣYPIZA που κατέκτησε την εξουσία τον Iανουάριο του 2015. Ποιο πολιτικό ήθος θα χρησιμοποιούσε τους ακραίους και διχαστικούς χαρακτηρισμούς που όριζαν το αντιπολιτευτικό ύφος του ΣYPIZA…;  Ένας ηγέτης, ο οποίος σχεδιάζει και για τον επόμενο μήνα, ποτέ δεν χρησιμοποιεί τόσο διχαστικούς χαρακτηρισμούς όταν οφείλει να γνωρίζει ότι οι σημερινοί πολιτικοί αντίπαλοι μπορούν να γίνουν οι αυριανοί συνεργάτες, όπως και έγιναν στην ψήφιση του Mνημονίου. O συνετός πολιτικός δεν πρέπει να ποτέ να χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς και απειλές από τις οποίες δεν μπορεί εύκολα να ξεφύγει. Tο ύφος του ΣYPIZA θυμίζει την ακραία ρητορία του Aνδρέα Παπανδρέου που όταν ένιωθε στριμωγμένος κατέφευγε στον φανατισμό.