30 Απρ 2017

Η Αντιγόνη στο κελί του Μαντέλα, του Θ. Πάγκαλου

Ολες οι ελληνικές τραγωδίες έχουν σημαδέψει την ιστορία των τεχνών και των θεσμών. Είναι βάθρο όχι απλώς του σύγχρονου δυτικού θεάτρου, αλλά της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. Αυτής που σήμερα κυριαρχεί στην υφήλιο ως πρότυπο για τα προτερήματά της, παράδειγμα προς αποφυγήν για τα ελαττώματά της. Εχει εχθρούς και φίλους. Ανθρωποι αγωνίζονται, με τα όπλα στο χέρι, εναντίον αυτής της κοινωνίας, που στηρίζεται στα ατομικά δικαιώματα, και άλλοι αφιερώνουν τη ζωή τους στο χτίσιμό της και στην καθιέρωσή της.
Ανάμεσα στις τραγωδίες που διδάσκουν δημοκρατικό ήθος, περίοπτη θέση έχει η «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους. Η «Αντιγόνη» είναι αναμφισβήτητα το κήρυγμα μιας βασικής αρχής του κράτους δικαίου ότι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν λειτουργεί υπέρ της πλειοψηφίας και της επικρατούσας ιδεολογίας, αλλά υπέρ των μειοψηφιών και της διαφορετικότητας. Οι πλειοψηφίες στις δημοκρατίες έχουν την εξουσία και μπορούν να νομοθετούν κατά βούλησιν. Από αυτή τη δύναμη της πλειοψηφίας πρέπει να προστατευθούν οι αδύνατοι, οι περιθωριακοί, οι ιδιόμορφοι, στο μέτρο του δυνατού.

21 Απρ 2017

Η Γοργόνα, Ανδρέας Καρκαβίτσας

Και άξαφνα ο θεότρεμος όγκος χιλιόμορφη κόρη στάθηκε αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστη κορώνα φορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά γαλάζια χήτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω τα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ’ αμυγδαλωτά μάτια, τα χείλη της τα κοραλλένια έχυναν γύρα κάποια λάμψη αθανασίας και κάποια περηφάνια βασιλική. Από τα κρυσταλλένια λαιμοτράχηλα κατέβαινε κ’ έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός και πρόβαλλε στο αριστερό την ασπίδα κ’ έπαιζε στο δεξί τη Μακεδονική σάρισα.
         Δεν είχα συνέρθει από την απορία και φωνή γλυκειά, ήρεμη και μαλακή άκουσα να μου λέει:
         - Ναύτη, καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος ;
         Ο βασιλιάς Αλέξαντρος! ψιθύρισα με περισσότερη απορία. Πώς είναι δυνατόν να ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος ; Δεν ήξερα τι ρώτημα ήταν εκείνο και τι να της αποκριθώ, όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε:
         - Ναύτη, καλεναύτη · ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος ;
         - Τώρα, Κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφτώ. Τώρα βασιλιάς Αλέξαντρος! Ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη.
         Ωιμέ! Κακό που το ‘παθα! Η χιλιόμορφη κόρη έγινε μεμιάς φοβερό σίχαμα. Κύκλωπας βγήκε από το κύμα κ’ έδειξε λεπιοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξόμαλλα σηκώθηκαν περαδώθε, έβγαλε γλώσσες και κεντριά φαρμακερά κ’ έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν αμέσως, σα να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού. Τώρα καλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν ο Χάρος της Γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα, τ’ Αλέξαντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γύριζε ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κ’ αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνο για Κείνης τον ερχομό έχυσε το Πόλος το Σέλας του, να στρώση τον αθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δε ρωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα, αλλά για τη μνήμη του αφέντη της. Και τώρα στην άκριτή μου απόκριση μανιασμένη έρριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κ’ έδειξε ωκεανό τον μαλακό πόντο.
         - Όχι, Κυρά, ψέματα!... τρανοφώναξα με λυμένα γόνατα.
         Εκείνη με κοίταξε αυστηρά και με φωνή τρεμάμενη ξαναρώτησε:
         - Ναύτη, καλεναύτη· ζει ο βασιλιάς Αλέξαντρος ;
         - Ζει και βασιλεύει· απάντησα ευθύς. Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.
         Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σα να χύθηκε αθάνατο νερό η φωνή μου στις φλέβες της, άλλαξε αμέσως το τέρας κ’ έλαμψε παρθένα πάλι χιλιόμορφη. Σήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, χαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώνας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα χύθηκε τραγούδι πολεμικό, λες και γύριζε τώρα ο μακεδονικός στρατός από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.

Λόγια της πλώρης
Η Γοργόνα

Ανδρέας Καρκαβίτας

17 Απρ 2017

Tony Henry, Delilah live, Night of the proms

Πούσαι νιότη πούδειχνες....

Χτς κα σήμερα δια κι μοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...
παρξή σου σ σκοτάδια λο πηχτότερα βουτ.
Τάχα θελησή σου λίγη, τάχα πόνος σου μεγάλος;
χ, ποσαι νιότη, ποδειχνες πς θ γινόμουν λλος

 Κώστας  Βάρναλης         
Την στροφή του αριστερού Βάρναλη την χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε την διάψευση των προσδοκιών, των ονείρων κάποιας νιότης ή και την αλλαγή των προτεραιοτήτων μεγαλώνοντας. Τα νιάτα έχουν την δυνατότητα να δίνουν υποσχέσεις. Στην περίπτωση του πρωθυπουργού όμως όλα ήταν ξεκάθαρα από την αρχή.
Ο Αλέξης Τσίπρας προσωποποίησε όχι τυχαία την «ελπίδα» για μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Εναπόθεσαν τις ελπίδες τους όχι μόνο όσοι τον ψήφισαν σε τρεις, κοντινές είναι αλήθεια, εκλογικές αναμετρήσεις αλλά και πολλοί άλλοι που παραδοσιακά δεν ανήκουν στην Αριστερά. Οι λόγοι της ανάδειξής του στο κεντρικότερο πολιτικό πρόσωπο της στιγμής είναι αντικειμενικοί. Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν και είναι πολύ νέος, δεν είχε δώσει δείγμα γραφής, ήταν άφθαρτος, δεν κυβέρνησε και δεν είχε υπογράψει μνημόνια, και είχε την ηλικία αυτών που η κρίση έπληξε το περισσότερο, νέους δηλαδή σε παραγωγική ηλικία που εξαιρετικά βίαια αντιμετωπίζουν την ανεργία. Επίσης η ελληνική Αριστερά έδινε και δίνει εγγυήσεις για τη διατήρηση προνομίων σε επαγγελματικές συντεχνίες και στο δημόσιο τομέα και αυτό ήταν που προσέδωσε μια μαζικότητα στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Το παλιό ΠΑΣΟΚ μετακόμισε τόσο σε ιδέες όσο και σε πρόσωπα στον ΣΥΡΙΖΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άλλες πολιτικές δυνάμεις παρουσιάζονταν και παρουσιάζονται το λιγότερο φθαρμένες τόσο από το γεγονός της χρεοκοπίας όσο και από την εφαρμογή του πρώτου και καταστροφικού Μνημονίου. Το μόνο που προσέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας σ’ αυτό το σκηνικό ήταν μια άνευ προηγουμένου παροχολογία και ένα αφελές χαμόγελο σε κάθε ευκαιρία μαζί με το ψεύτικο ηχόχρωμα του Ανδρέα Παπανδρέου.

15 Απρ 2017

Χριστός Ανέστη!


Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί - μεγάλοι, ετοιμαστήτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε!
Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!


Διονύσιος Σολωμός

14 Απρ 2017

Η Ζωή εν τάφω, Πέτρος Γαϊτάνος

Ο Επιτάφιος στη Λέσβο, Στρατής Μυριβήλης

«Μεγάλη Παρασκευή», Θεόδωρος Ράλλης
Όπου έρχεται η Μεγαλοβδομάδα, έρχεται και η Μεγάλη Παρασκευή, να βγάλουν τη νύχτα τον Επιτάφιο, να γυρίσουν μέσα στο χωριό. Τούτες οι γιορτάδες παίρνανε μορφή εθνικής επίδειξης μπροστά στους Τούρκους. Προπάντων ο Επιτάφιος και η Δευτερανάσταση, που είχαν και τις μεγάλες λιτανείες με όλα τα λάβαρα. 
Τον Επιτάφιο τον περιμέναμε όλο τον χρόνο με λαχτάρα. Ήταν μια νύχτα γεμάτη μαγεία και συγκίνηση, όλο χρυσαφιά χρώματα και φως. Μυριζε ως τ’ άστρα ο αγέρας δάφνες και μοσκολίβανα. 
Σαν ξεκινούσε η λιτανεία, μπροστά πήγαιναν τ’ ασημένια φανάρια με τα χρωματιστά κρύσταλλα, σηκωμένα ψηλά - ψηλά, πάνω στα γαλάζια τους κοντάρια. Τα ξεφτέρουγα με τις μαλαματένιες αχτίδες άστραφταν στα φώτα. Και κείνα τα λάβαρα, οι πελώριες βελουδένιες εικόνες, σηκωμένες σα σημαίες, όλο χρυσή φούντα από καθαρό μαλαματένιο σύρμα, ν’ αντιφεγγίζουν κάτω από τις λαμπάδες και να τρέμουν. Στη μέση η Ταφή και η Σταύρωση. Τα κρατούσαν «τα παπαδάκια», αγόρια ντυμένα με άσπρα και γαλάζια άμφια, τα σήκωναν όσο μπορούσαν πιο ψηλά.
Πίσ’ από τα λάβαρα ερχόταν ο παπάς με τ’ αγιοταφίτικα άμφια. Χοντρό μενεξελί μεταξωτό με ολόχρυσες ούγες, στολισμένο με σταυρούς από αληθινά μαργαριτάρια. Έβγαζαν και τ’ ακριβό Βαγγέλιο στη λιτανεία. Το δέσιμο του ήταν πλάκες ατόφιο χρυσάφι δουλεμένο. Οι τέσσερις Ευαγγελιστές στις τέσσερις γωνίες, κ’ ένα γύρω όλο ρουμπίνια, σαν ροϊδοπαπούδες. Σπίθιζαν οι πέτρες, βυσσινιές, πράσινες, κρασουλιές.
Ύστερα ερχόταν το κουβούκλιο από τον Επιτάφιο, χαμένο κάτω από τις βιόλες και τους αβαγιανούς. Ο Επιτάφιος, μεγάλος, ολόσωμος, κεντημένος στο χρυσάφι και στα πετράδια. Κι από πίσω όλοι οι χριστιανοί με τις λαμπάδες και με τα φαναράκια. Άνδρες, γυναίκες και μωρά.
Σε κάθε τρίστατο η λιτανεία σταματούσε κ’ έλεγαν την ευκή. Σταματούσε και στην πόρτα των δημογερόντων. Και παντού έκαιγε μοσκολίβανο, τα μπρούτζινα θεμιατά κάπνιζαν στις πόρτες, στις σκάλες, στα παραθύρια. Ο ευωδιαστός καπνός ανέβαινε ειρηνικά ίσαμε τ’ άστρα, ο αγέρας μύριζε ροδόσταμα.
Μόνο η δικιά μας θρησκεία είχε τέτοια δόξα. Το ξέραμε και χαιρόμαστε γι’ αυτό. Περνούσαμε χαρούμενοι, συγκινημένοι ως τα δάκρυα περήφανοι. Περνούσαμε μονιασμένοι ως το θάνατο, φρουρά ομόψυχη γύρω στο Χριστό μας, όλοι οι Έλληνες. Πού θέλεις και δεν μπορείς να πας, σαν έχεις μπροστά σου τα λάβαρα και τα ξεφτέρια Του. Ποιον θέλεις και δεν θα τον νικήσεις με τέτοιο μποστολάτη.
Όπου ήταν για να γίνει στάση, τα παιδιά της κάθε γειτονιάς είχαν μπλεγμένες καμάρες από δάφνες, να σταθεί από κάτου το κουβούκλι, ο Επιτάφιος. Απ’ αυτές κρέμαζαν μεγάλα χαρτένια φανάρια πολύχρωμα, στολισμένα με χρυσόχαρτα και λογής ξόμπλια. Σχημάτιζαν σταυρούς, σημαίες ασπρογάλαζες, τούμπανα, άστρα. Κάναμε και τρίγωνα χαρτοφάναρα με του Θεού το μάτι στη μέση. 
Παράβγαιναν οι γειτονιές ποια να στολίσει πιο όμορφα την καμάρα της. Στη στάση της αγοράς, εκεί πια γινόταν η μεγάλη στολισιά. 
Μια φαρδιά αψίδα σηκωνόταν κι έπιανε όλο το φάρδος της μικρής πλαταίας. Τα φανάρια της αμέτρητα και στη μέση ένα μεγάλο, με τη Σταύρωση πάνω στο τριανταφυλλί χαρτί. Αυτό το λέγαμε «το δωδεκάφωτο». Μέσα έκαιγαν αράδα δώδεκα σπαρματσέτα - οι δώδεκα Αποστόλοι. Εκεί σταματούσε πολύν ώρα η λιτανεία. Έψελναν τα παιδιά τον Επιτάφιο Θρήνο, οι παπάδες λέγαν όλες, τις ευχές. 
Ανέβαινε το λοιπόν κείνη την αξέχαστη βραδιά η μεγάλη λιτανεία με ψαλμουδιές και αναμμένες λαμπάδες. Μέσα στο σκοτάδι, από τόσον κόσμο, δεν άκουγες μιλιά. Μόνο τα παπούτσια, τα ρούχα, γιόμιζαν σούσουρο τη νύχτα. 

Στρατής Μυριβήλης
«Ο Βασίλης ο Αρβανίτης»

εκδ. Εστία

13 Απρ 2017

ΕΠΙΚΡΑΝΘΗ, Μ. ΠΕΜΠΤΗ

Αναγνώσματα της Μεγάλης Εβδομάδας απαγγέλλουν ο Γρηγόρης Βαλτινός και η Κοραλλία Καράντη. 
Σκοπός της εκπομπής είναι η ανάδειξη του ανεξάντλητου πλούτου της ορθόδοξης εκκλησιαστικής μας μουσικής, μέσα από τις φωνές του γνωστού μας σημαντικού Θρακιώτη παραδοσιακού τραγουδιστή Χρόνη Αηδονίδη, ο οποίος είναι και ψάλτης, της συνεργάτιδάς του, επίσης ψάλτριας, Νεκταρίας Καραντζή και του διακεκριμένου ψάλτη Δημήτρη Βερύκιου. 

9 Απρ 2017

Η Φοινικιά, Κωστής Παλαμάς











Στὸ Δροσίνη, ποὺ τὸ πρωτάκουσε.

Mέσα σ᾿ ἕνα περιβόλι, γύρω στὸν ἴσκιο μιᾶς φοινικιᾶς,
κάποια γαλανὰ λουλουδάκια, ἐδῶ κατάβαθα,
καὶ κεῖ πιὸ ἀνοιχτά, μιλούσανε.
Πέρασ᾿ ἕνας ποιητής, (ποὺ πέθανε τώρα),
καὶ ρύθμισε τὸ μίλημά τους ἔτσι:

Ὦ Φοινικιά, μᾶς ἔρριξεν ἐδῶ ἕνα χέρι·
τὸ χέρι τό ῾βαλε καταραμένη Μοῖρα;
τὸ πῆγε νοῦς καλοπροαίρετος; Ποιὸς ξέρει!
Ἀπὸ ἑνὸς ὕπνου κάτου τὸν καταποτήρα
ποιὰ ὁρμὴ μᾶς ἄδραξε καὶ ποιὸς μᾶς ἔχει φέρει;
Τάχ᾿ ἀπὸ χαλαστῆ γιὰ τάχ᾿ ἀπὸ Σωτῆρα;
Νά μας ἀσάλευτα στὸν ἴσκιο σου ἀποκάτου·
ὁ ἴσκιος σου εἶναι τῆς ζωῆς ἢ τοῦ θανάτου;

Τὰ καταχώνιαζε ὅλα γύρω τὸ λιοπύρι,
ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ψάχνανε λαίμαργες ἀκρίδες,
κ᾿ ἦρθε βροχή· καὶ τ᾿ ἄνθια, ποὺ εἶχαν ἀχνογύρει,
ξυπνοῦνε καὶ ποτίζονται δροσοσταλίδες·
κ᾿ ὕστερ᾿ ἀκόμα πιὸ γλαυκὸ τὸ πανηγύρι
τοῦ ξάστερου οὐρανοῦ ξαναρχισμένο τὸ εἶδες·
τρικυμιστὴ μόνο ἡ κορφή σου ἀνάρια ἀνάρια
σταλοβολάει ἁδρὰ βροχομαργαριτάρια.

Λαμποκοπάει ἀνάσταση τὸ περιβόλι,
κάθε πουλὶ ὀνειρεύεται πὼς εἶναι ἀηδόνι,
μονάχα πέφτει ἀπὸ τὰ ὕψη σου σὰ βόλι
τὸ μαργαριταρένιο στάλαμα, καὶ ―ὢ πόνοι―!
ὅλων κορῶνα τοὺς φορεῖ τὸ δροσοβόλι,
ὅλα τὸ γάργαρο νερὸ τὰ μπαλσαμώνει·
γιατί σ᾿ ἐμᾶς ἡ θεία τῶν ὅλων καλωσύνη
γίνεται λάβωμα κι ἀρρώστια καὶ καμίνι;

Πόσο σκληρὰ χτυπάει τὸ βόλι τὸ δικό σου!
Κανέν᾿ αὐτὶ ψηλά, κανένα μάτι ἐμπρός μας.
Ζοῦμε στὸν ἴσκιο σου, ἕνας κόσμος ὁ κορμός σου,
τὸ στέμμα σου οὐρανὸς μὲ τ᾿ ἄστρα· ὁ οὐρανός μας.
Θεὸς ἀλύπητος ἂν εἶσαι, φανερώσου.
Ἂν ὄχι, γνέψε μας, καὶ μία γαλήνη δός μας,
καὶ μὴ σκοτώνῃς μας ἀγάλια ἀγάλια, ἢ δρᾶμε
καὶ ρῖξε μας νεροποντὴ μὲ μιᾶς νὰ πᾶμε!

Σὰν πληρωμὴ εἶν᾿ ὁ πόνος μας καὶ σὰ βρετήκι,
τῆς ἁρμονίας μας σφράγισεν ἡ χρυσὴ βούλλα,
ἐνῷ μᾶς ῾γγίζει ὁ Χάρος, μᾶς θεριεύει ἡ Νίκη,
τρέμομε, χαῖρε, τοῦ ρυθμοῦ ἱερὴ τρεμούλα!
Καταχωμένο ἀνήλιαγο ζῇ τὸ σκουλῆκι
γιὰ νὰ χαρῇ μεταξοφτέρουγη ψυχούλα
μίαν ὥρα τὴν ὡραία ζωή, καὶ νὰ πεθάνῃ.―
―Τὸ χάσμα τῆς πληγῆς γίνεται συντριβάνι.

Τὰ σταχτερά, τὰ διάφανα, τὰ χίλια μύρια
πράσινα, τ᾿ ἀναβρύσματα· καὶ τὰ μαμούδια
καὶ τὰ δετὰ τῆς γῆς· τ᾿ ἀνάερα τρεχαντήρια,
τὰ σκουληκάκια, οἱ μέλισσες, τὰ πεταλούδια,
λουλούδια, ὦ δισκοπότηρα καὶ θυμιατήρια!
Χάιδια τῆς χλόης, παντοῦ φιλιά, τοῦ μούσκλου χνούδια,
τοῦ κάτου κόσμου ἀχός, αἰθέρια μαντολίνα·
στὰ φύλλα μία λαχτάρα, λίγωμα στὰ κρίνα!

Ἄνθια, ὅσα ξέρετε, δὲν ξέρουν τὰ τρυγόνια,
ὡραίων ἐρώτων εἶστ᾿ ἐσεῖς τὰ διαλεμένα,
σαλέματα, φιλιά, ταιριάσματα στὰ κλώνια,
μιᾶς πλάσης εἶναι αὐγὴ τοῦ καθενὸς ἡ γέννα·
τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς χαρᾶς τὰ παναιώνια
τὰ ξέρετε, ὦ λιγόζωα σεῖς καὶ ὦ δακρυσμένα!
Ἐμεῖς, ―ὢ τὰ χρυσά της ρίζας σου πλεμάτια!―
μοιάσαμε τὰ στοχαστικὰ καὶ τ᾿ ἄυλα μάτια.

Ἂς εἶστ᾿ ἐσεῖς, ἄπλεροι ἀνθοί, μεστὰ ἀνθοκλάδια,
ἀπὸ τὰ χρυσολούλουδα ὡς τὰ χαμομήλια,
σὰν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ σὰν πετράδια,
σὰν τὰ παρθένα μάγουλα καὶ σὰν τὰ χείλια,
σὰ χέρια ἂς γλυκανοίγεστε, γιομάτα ἢ ἄδεια,
χαράματα κι ἂς εἶστε αὐγῆς, βραδιοῦ καντήλια,
τῆς νεράιδας δροσιᾶς ἂς εἶστε τὰ παλάτια·
τὰ μάτια εἴμαστ᾿ ἐμεῖς, εἴμαστ᾿ ἐμεῖς τὰ μάτια.