6 Ιαν 2018

Για την ελληνική γλώσσα...

της Ελένης Γλύκαντζη – Αρβελέρ

Πατρίδα του καθενός βέβαια είναι ο τόπος που γεννήθηκε, αλλά πατρίδα του, επίσης, πνευματική είναι και η γλώσσα που πρωτομίλησε. Διόλου περίεργο, λοιπόν, που σ’ ένα κόσμο σύγχυσης με αμβλυμμένη την προοπτική του μέλλοντος, σε μια κοινωνία με ακαθόριστη πορεία, η μόνη βεβαιότητα, η μόνη σίγουρη αναφορά είναι η κληρονομιά που διασώζει η γλώσσα ως σύνοψη, ως συμπέρασμα του πατροπαράδοτου κατορθώματος. Οπωσδήποτε, η κληρονομιά αυτή παίζει στη ζωή του καθενός το ρόλο του «ταλάντου» της παραβολής του Ευαγγελίου, και λογοπαίζοντας θα πω το ρόλο του ταλέντου.
         Ας δούμε αυτή τη σύνοψη κληρονομιάς υπό την ελληνική σκοπιά, δηλαδή τη γλώσσα. Ένας Ούγγρος συγγραφέας, ο Μαράυ, έγραψε μιλώντας για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ότι κάποτε οι Έλληνες ήταν ένας ευτυχισμένος λαός, που ήξερε να χαίρεται και να γελά θαυμάζοντας την απαράμιλλη δημιουργία του σε όλους τους τομείς: την τέχνη, τα γράμματα, την επιστήμη, την πολιτική με τον καιρό έσβησαν τα δημιουργήματα και έμεινε ένας λαός σαν τους άλλους, που μιλάει μόνο ελληνικά. Θα ήθελα εδώ να υπογραμμίσω ότι αυτό το «μόνο», ότι μιλάει δηλαδή ελληνικά, κάνει ακριβώς τους Έλληνες να μην είναι σαν τους άλλους. Ο λαός που συνεχίζει να μιλά τη γλώσσα που πρώτη ως κοινή διέδωσε το πολιτιστικό και ευαγγελικό μήνυμα στους λαούς του τότε γνωστού κόσμου, στην οικουμένη, αυτός ο λαός δεν μπορεί να είναι σαν τους άλλους.
         Χάρη σ’ αυτή τη γλώσσα ακριβώς, τη μητρική για τους Έλληνες, ο Έλληνας γεννιέται σχεδόν πολιτισμένος, έτοιμος δηλαδή να αφομοιώσει έννοιες και ιδέες που έπλασαν τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και δίδαξαν την πανανθρώπινη αρετή, αυτή που οι άλλοι να θέλουν, για να γίνουν - με τον καιρό – πολιτισμένοι. Να συνοψίσω βιαστικά ότι από το αλεξανδρινό κατόρθωμα και μετά, κατά τους λεγόμενους ελληνιστικούς χρόνους, όπου όλοι ήθελαν να μοιάζουν στους Έλληνες, η ελληνική γλώσσα – το «ελληνίζειν» - ήταν απόδειξη της συμμετοχής στον πιο εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής και σκέψης. Τα ελληνικά που μιλούνταν «από τα Φράατα και τον Ζάγρο πέρα», όπως γράφει ο Καβάφης, ήταν ο φορέας της φήμης και το όνομα «Έλλην» τότε δεν ανήκε μόνο στους Έλληνες, «ου του γένους αλλά της διανοίας», γράφει χαρακτηριστικά ο Ισοκράτης, αλλά σε όλους όσους μετείχαν της ελληνικής παιδεύσεως.
         Λογικά, χάρη στη διεθνοποιημένη αυτή γλώσσα, τη γνωστή με το όνομα «κοινή», διαδόθηκε το πνευματικό μήνυμα που άλλαξε τις τύχες του κόσμου· και εδώ δεν εννοώ μόνο το αρχαιοελληνικό μάθημα που μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρώμη και ύστερα σε όλη την Ευρώπη, αλλά μιλώ για τη νέα θρησκεία, τον χριστιανισμό. Συνοπτικά θα αναφέρω ότι από τα 27 βασικά κείμενα που απαρτίζουν τον χριστιανικό κώδικα, τα 26, δηλαδή όλα εκτός από το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» που είναι γραμμένο αραμαϊκά, όλα είναι γραμμένα ελληνικά: οι Πράξεις και οι Επιστολές των Αποστόλων, που απευθύνονται σε Ρωμαίους, Έλληνες και Εβραίους, όπως άλλωστε και προηγουμένως στην Αλεξάνδρεια η μετάφραση Εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης έγινε ακριβώς για τους ελληνόφωνους Ιουδαίους της πόλης, όπως αργότερα η «Αποκάλυψη» αποτέλεσε ακριβώς μαζί με τα άλλα δείγματα ένα επίλεκτο παράδειγμα της ελληνικής γραμματείας.
         Δε θα σταθώ ιδιαίτερα, όπως θα χρειαζόταν ίσως, στο πολυσήμαντο και πολυδιάστατο έργο των πατέρων της εκκλησίας· όλοι ασκούν και διεκδικούν με τον τρόπο τους το «ελληνίζειν». Όπως γράφει ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, είναι βάση της παιδείας, αυτής ακριβώς που στηρίζει ως τα σήμερα την ατομική χριστιανική ηθική, τόσο της «έσωθεν» όσο και της «θύραθεν» παιδείας. Θα θυμίσω μόνο, ότι σε όλο τον ευρωπαϊκό κόσμο τα ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα που μιλιέται και εξελίσσεται χωρίς διακοπή· από την πρώτη της εμφάνιση – κι αυτό στον χώρο όπου είδε το φως – ζει και αναπτύσσεται ως τα σήμερα, εδώ δηλαδή και χιλιάδες χρόνια. Αυτό εξηγεί, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι τα ελληνικά – αντίθετα από τα λατινικά – δεν έχουν ελληνογενείς νεότερες γλώσσες. Τα ελληνικά είναι γλώσσα ανάδελφη· άλλωστε, η λέξη «ανάδελφος» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ζακυθηνό για την ελληνική γλώσσα και όχι βέβαια για το ελληνικό έθνος, όπως ειπώθηκε αργότερα κακώς· κακώς, γιατί όλα τα έθνη είναι ανάδελφα. Με μια λέξη θα πω ότι τα ελληνικά δεν έγιναν ποτέ μια γλώσσα νεκρή· γι’ αυτό και μόνο η ελληνική γλωσσική συνέχεια έχει αποδεικτικά ιστορικό και πνευματικό χαρακτήρα.
         Κατά τη μακραίωνη εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας, η ελληνική παρουσία στην Ευρώπη διαγράφεται κυρίως με τα πολυπληθή δανείσματα των ευρωπαϊκών γλωσσών από τα ελληνικά. Θα αναφέρω εδώ τις λεξικές κυρίως επιδράσεις· οι λέξεις, βέβαια, δείχνουν ότι όχι μόνο το όνομα αλλά και το πράγμα έχουν την ίδια καταγωγή. Ειπώθηκε χαρακτηριστικά ότι όλες οι λέξεις γύρω από τον έρωτα – εκτός από τη λέξη «sex» - είναι ελληνικής καταγωγής. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι σε όλες τις γλώσσες οι λέξεις «θέατρο», «φιλοσοφία», «μαθηματικά» και συνακόλουθα τα ονόματα όλων σχεδόν των επιστημών είναι λέξεις ελληνικές, εκτός βέβαια από την αραβογενή «χημεία» και την «άλγεβρα», όπως επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι οι λέξεις «μουσείο» και «βιβλίο» βρήκαν ως όροι και ως πράγμα την παγκόσμια διάδοση που γνωρίζουν, χάρη ακριβώς στο πρώτο νόημα που έδωσαν σ’ αυτές οι Έλληνες. Τα παραπάνω αποτελούν δανείσματα ζωντανά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αποδείξεις μιας μακραίωνης ιστορίας που για τους Έλληνες είναι «κτήμα ες αεί».
         Αλλά μια και μιλάμε για γλωσσικά δανείσματα, να προσθέσω ότι τα κατορθώματα της ελληνικής γλώσσας μαρτυρούνται και σε άλλους τομείς χάρη σε νέες εμπειρίες, στα βυζαντινά π.χ. ελληνικά γράμματα. Τα νέα αυτά δανείσματα των ευρωπαϊκών γλωσσών από την Ελληνική αφορούν κυρίως στα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά πράγματα· θα αναφέρω, για παράδειγμα, τις λέξεις «εκκλησία», «ορθοδοξία», «καθολικός», «αίρεση», «ιεραρχία» και, βέβαια, τη λέξη και την έννοια «εικονοκλάστης», που τόσο αρέσει στους επαναστατημένους νέους της σημερινής Ευρώπης.
         Δεν θέλω να ξεχάσω, ακόμη, ότι πανευρωπαϊκή είναι η λέξη «μάρτυρας», που δηλώνει αυτόν που βρίσκεται πιστός στις πεποιθήσεις και την πίστη του ως τον θάνατο· μονάχα όμως στα Ελληνικά η λέξη «μάρτυρας» είναι δίσημη: δηλώνει και αυτόν που μαρτυρά την αλήθεια, το ορθό, και αυτόν που μαρτυρά, που βρίσκει δηλαδή μαρτυρικό θάνατο για την αλήθεια και το ορθό. Πώς να μη σταθώ σ’ αυτό το εύλογο παράδειγμα, για να τονίσω το ουσιώδες της πατροπαράδοτης κληρονομιάς, ότι η γλώσσα και με μόνη την εξέλιξη της σημασίας απλών -πολλές φορές- λέξεων γίνεται απόδειξη της ιστορικής συνέχειας και του ζωντανού πολιτιστικού βιώματος! Υποθήκη σε όλους τους νέους: μάθε αυτή τη γλώσσα που είχες την τύχη να την έχεις μητρική για να είσαι ριζωμένος σε σίγουρη αρετή:«Δεν έχω άλλα στον νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», ομολογούσε ο Σολωμός.
         Ταυτότητά μας, όμως, αποκλειστική είναι η ελληνοφωνία· τα ελληνικά ως γλώσσα κάνουν πάνω απ’ όλα τον Έλληνα, όπως τα Γαλλικά -έτσι γράφουν οι Γάλλοι- κάνουν τον Γάλλο, «κάνουν τον πιο άξεστο και αγροίκο» -γράφει ο Braudel- να «μετέχει χωρίς προσπάθεια στον πιο πλήρη και πιο σύγχρονο πολιτισμό, δηλαδή τον γαλλικό». Μόνο η σωστή χρήση της Ελληνικής, όμως, παραπέμπει στην απρόσκοπτη γνώση της πολιτιστικής ρίζας της Ευρώπης. Έτσι, σε μια διεθνή συνάντηση στην Κοπεγχάγη, όταν ένας Άγγλος συνάδελφος περηφανεύτηκε επειδή μόνο αυτός είχε το προνόμιο να ακούει όλους να μιλούν τη μητρική του γλώσσα, τα Εγγλέζικα, τον διέκοψα λέγοντάς του -αγγλικά βέβαια- ότι εγώ ως ελληνογεννημένη έχω ακόμη πιο σπουδαίο προνόμιο, να βλέπω δηλαδή ότι όλοι πασχίζουν να καταλάβουν πέρα από τις λέξεις το ουσιώδες, τις έννοιες με τις οποίες γαλουχήθηκα ως ελληνόφωνη.
         Ωστόσο, έχει απολύτως δίκαιο ο Κύπριος ποιητής –μιλώ βέβαια για τον Μόντη- που διαλαλεί ότι «ελάχιστα μας διαβάζουν, ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας, μένουμε αχειροκρότητοι και αδικαίωτοι σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά». Αυτό, όμως, αντισταθμίζεται από το ότι γράφουμε και μιλούμε ελληνικά· όπως και να ’χει, μένει μόνο δικό μας μνημείο -και μάλιστα αιώνιο- η ελληνική γλώσσα, αυτή που μας δένει με το χθες και μας οδηγεί στο αύριο. Αυτή είναι η ακράδαντη βεβαιότητα για το μέλλον, που δεν κινδυνεύει παρά μόνο από τους επιλήσμονες, εμάς. Με τη τέλεια γνώση της Ελληνικής, μ’ αυτό το εφόδιο θα καταφέρει ο νέος να πλουτιστεί και με ξένα γλωσσικά διδάγματα· γιατί στη σύγχρονη κοινωνία η γλωσσομάθεια είναι το απαραίτητο άνοιγμα προς τον άλλο, τον φίλο, αλλά και τον επίβουλο εχθρό.
         (…)
         Ο δρόμος είναι βέβαια «μακρύς και σκολιός», αλλά, όπως έγραψε ο Σεφέρης, «οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά».

Ελένη Γλύκανζτη – Αρβελέρ
Θεσσαλονίκη, η πολυάνθρωπος και πολυδέγμων
Εκδόσεις «Το Παλίμψηστον»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου